- σθενοβλαβής
- -ές, Ααυτός που βλάπτει το σθένος, που προκαλεί εξασθένηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < σθένος + -βλαβής, πιθ. κατά το φρενοβλαβής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σθενοβλαβέος — σθενοβλαβής hurting the strength masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek